καρατομώ

καρατομώ
καρατομώ, καρατόμησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρατομώ — (Α καρατομώ, έω) [καρατόμος] κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω νεοελλ. (νομ.) εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό …   Dictionary of Greek

  • καρατομώ — καρατόμησα, καρατομήθηκα, καρατομημένος, εκτελώ θανατική ποινή με αποκεφαλισμό, κόβω το κεφάλι: Ο άγιος αυτός καρατομήθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαρατόμητος — η, ο [καρατομώ] αυτός που δεν έχει καρατομηθεί, που δεν τού έκοψαν το κεφάλι με τη λαιμητόμο …   Dictionary of Greek

  • δειροτομώ — δειροτομῶ ( έω) (AM) κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. *δειροτόμος (< δειρή + τομος (< τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο] …   Dictionary of Greek

  • εκτραχηλίζω — και ξετραχηλίζω (AM ἐκτραχηλίζω) μσν. νεοελλ. μέσ. παραφέρομαι, παρασύρομαι μσν. μέσ. γυμνώνω τον τράχηλο ή το στήθος αρχ. 1. (για άλογο) ρίχνω τον αναβάτη πάνω από το κεφάλι μου 2. γεν. σπάω τον λαιμό κάποιου 3. ανατρέπω 4. μτφ. καταστρέφω,… …   Dictionary of Greek

  • καρατομία — καρατομία, ἡ (Α) [καρατομώ] καρατόμηση, αποκεφαλισμός …   Dictionary of Greek

  • καρατόμημα — καρατόμημα, τὸ (Α) [καρατομώ] καρατόμηση …   Dictionary of Greek

  • καρατόμηση — η (AM καρατόμησις) [καρατομώ] 1. το κόψιμο τού κεφαλιού, αποκεφαλισμός, λαιμοτομία 2. η καταδίκη σε αποκεφαλισμό και η εκτέλεσή της …   Dictionary of Greek

  • κεφαλίζω — (Α) [κεφαλή] αποκεφαλίζω, καρατομώ …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοκόβω — και κεφαλοκόφτω αποκεφαλίζω, καρατομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”